ιθυπτίων

ιθυπτίων
ἰθυπτίων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πετά κατευθείαν μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (I) + θ. πτ- (μηδενισμένη βαθμίδα τού πέτομαι) + κατάλ. -ιων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰθυπτίων — straight flying masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυπτίωνα — ἰθυπτίων straight flying masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”